- κατώρυχος
- κατώρυχος, -ον (Α)1. ο κτισμένος μέσα στο έδαφος («οἰκήματα κατώρυχα», Δίων Κάσσ.)2. αυτός που ζει μέσα στο έδαφος3. (για αστέρα) αυτός που βρίσκεται κάτω από τον ορίζοντα4. (το αρσ. ως επωνύμιο) τρωγλοδύτης.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταγενέστερος θεματικός τ. τών κατῶρυξ, κατωρυχής].
Dictionary of Greek. 2013.